ακαθυστέρητος

ακαθυστέρητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν καθυστέρησε, δε βράδυνε: Τις επιστολές και τα δείγματα τα πήραμε ακαθυστέρητα.
2. αυτός που δεν είναι πίσω από τους άλλους σε προοδευτικότητα κτλ.: Είναι χώρα ακαθυστέρητη από κάθε πλευρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαθυστέρητος — lacking nothing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθυστέρητος — η, ο (ΑΜ ἀκαθυστέρητος, ον) [καθυστερῶ] (μσν. νεολλ.) αυτός που έγινε ή έφθασε χωρίς καθυστέρηση αρχ. εκείνος που δεν υστερεί σε τίποτε, που δεν του λειπεί τίποτε …   Dictionary of Greek

  • ἀκαθυστέρητον — ἀκαθυστέρητος lacking nothing masc/fem acc sg ἀκαθυστέρητος lacking nothing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθυστερήτους — ἀκαθυστέρητος lacking nothing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθυστέρητα — ἀκαθυστέρητος lacking nothing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”